Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Ὑπάρχει Θεός ;

Ὑπάρχει Θεός ;



Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς στὸν ταχυδρόμο Ἠλία Κ. γιὰ τὴν ἀπόδειξη τοῦ Ὄντος τοῦ Θεοῦ.


Ἕνας φίλος σας, σᾶς λέει ἀσταμάτητα ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός! Αὐτὸ σᾶς βασανίζει σὰν μαστίγωμα. Μάχεστε γιὰ τὴν ψυχὴ σας καὶ τὴ ζωὴ σας. Καλὰ καταλάβατε: ἐὰν δὲν ὑπάρχει ζωντανὸς καὶ παντοδύναμος Θεός, δυνατότερος ἀπὸ τὸν θάνατο, τότε ὁ θάνατος εἶναι ὁ μόνος παντοδύναμος θεός. Τότε ὅλα τὰ ζωντανὰ πλάσματα στὸν κόσμο εἶναι παιχνιδάκια στὰ πόδια τοῦ παντοδύναμου θανάτου, σὰν μικρὸς ποντικὸς στὰ πόδια πεινασμένης γάτας.

Μιὰ φορὰ ἀναστατωμένος εἴπατε στὸν κακομοίρη φίλο σας: «Ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ἐσὺ δὲν ὑπάρχεις»! Καὶ δὲν κάνατε λάθος. Ἀφοῦ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι χωρίζονται ἀπὸ τὸν αἰώνιο Ζωοδόχο σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, θὰ εἶναι χωρισμένοι καὶ στὸν ἄλλον. Καὶ ἔτσι οὔτε ἐδῶ οὔτε ἐκεῖ δὲν θὰ ξέρουν γιὰ τὸν θαυμαστὸ Δημιουργὸ ὅλων τῶν πλασμάτων. Ἀλλὰ ὁ χωρισμὸς ἀπὸ Ἐκεῖνον εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸ νὰ μὴν ὑπάρχει.

Στὴ θέση σας ἐγὼ θὰ τοῦ ἔλεγα ἀκόμα καὶ τὸ ἑξῆς:

          Λανθασμένα λές, φίλε, ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἐνῶ ὀρθὰ θὰ λὲς ἐὰν πεῖς: «Δὲν ἔχω Θεό». Ἀφοῦ ἐσὺ ἀπὸ μόνος σου βλέπεις, ὅτι οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι γύρω σου Τὸν αἰσθάνονται, γι’ αὐτὸ καὶ σοῦ λένε ὅτι ὑπάρχει Θεός. Λοιπόν, δὲν εἶναι ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁ Θεὸς ἀλλὰ ἐσὺ δὲν Τὸν ἔχεις.

          Μιλᾶς λανθανσμένα, ὅπως ὁ ἄῤῥωστος ποὺ θὰ ἔλεγε ὅτι δὲν ὑπάρχει ὑγεία στὸν κόσμο. Αὐτὸς μπορεῖ μόνο νὰ πεῖ δίχως νὰ ψεύδεται: «Ἐγὼ δὲν εἶμαι ὑγιής», ἐνῶ θὰ ψευδόταν ἄν ἔλεγε: «Δὲν ὑπάρχει γενικῶς ὑγεία στὸν κόσμο».

          Μιλᾶς λανθασμένα, ὅπως καὶ ὁ τυφλὸς ποὺ θὰ ἔλεγε ὅτι δὲν ὑπάρχει φῶς στὸν κόσμο. Ὑπάρχει φῶς, ὅλος ὁ κόσμος εἶναι γεμάτος ἀπὸ φῶς, ἀλλὰ αὐτός, ὁ κακόμοιρος τυφλός, δὲν ἔχει φῶς. Ἐὰν θὰ ἤθελε νὰ μιλήσει σωστά, τὸ μόνο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ εἶναι: «Ἐγὼ δὲν ἔχω φῶς».

          Μιλᾶς λανθασμένα, σὰν τὸν ζητιάνο ποὺ θὰ ἔλεγε ὅτι δὲν ὑπάρχει χρυσὸς στὸν κόσμο. Ὑπάρχει ὁ χρυσὸς στὴ γῆ καὶ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ. Ὅποιος λέει ὅτι δὲν ὑπάρχει χρυσὸς γενικῶς, λέει ψέματα. Θὰ ἐλεγε ἀλήθεια, ἐὰν ἔλεγε: «Ἐγὼ δὲν ἔχω χρυσό».

          Μιλᾶς λανθασμένα, ὁπως καὶ ὁ κακοποιὸς ποὺ θὰ μᾶς ἔλεγε ὅτι δὲν ὑπάρχει καλοσύνη στὸν κόσμο. Σὲ ἐκεῖνον τὸν ἴδιο δὲν ὑπάρχει καλοσύνη, ὄχι στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ ἔκανε λάθος ἐὰν θὰ ἔλεγε: «Ἐγὼ δὲν ἔχω καλοσύνη».

          Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, γείτονά μου, λανθασμένα μιλᾶς ὅταν λὲς ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός! Ἀφοῦ εκεῖνο ποὺ ἐσὺ δὲν ἔχεις, δὲν σημαίνει πὼς δὲν τὸ ἔχουν καὶ οἱ ἄλλοι, οὔτε ὅτι δὲν ὑπάρχει γενικῶς. Ποιὸς σὲ ἐξουσιοδότησε νὰ μιλᾶς ἐν ὀνόματι ὁλόκληρου τοῦ κόσμου; Ποιὸς σοῦ ἔδωσε τὸ δικαίωμα, τὴν ἀῤῥώστια σου νὰ τὴν ἀποδίδεις σ’ ὅλους καὶ τὴν ἀνέχειά σου νὰ τὴν ἐπιβάλεις σ’ ὅλους;

          Ἐὰν ὅμως ὁμολογήσεις καὶ πεῖς: «Δὲν ἔχω Θεό», τότε λὲς τὴν ἀλήθεια καὶ ἐκφράζεις τὴν ὁμολογία σου. Ἀφοῦ ὑπῆρχαν καὶ ὑπάρχουν ἐξαίρετοι ἄνθρωποι, ποὺ ὄντως δὲν ἔχουν Θεό. Ὅμως ὁ Θεὸς τοὺς ἔχει· τοὺς ἔχει ἕως τὴν τελευταία τους πνοή. Ἐὰν καὶ στὴν τελευταία τους πνοὴ δηλώσουν ὅτι δὲν ἔχουν τὸν Θεό, τότε καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ τοὺς ἔχει πιά. Καὶ τοὺς ἀπογράφει στὰ ἔξοδα.

          Γι’ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ, φίλε μου, γιὰ τὴν ψυχὴ σου, γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἕνεκεν τῶν δακρύων καὶ πληγῶν τοῦ Χριστοῦ, σὲ παρακαλῶ, μεταμόρφωσε τὴν πεισματικὴ σου ἐξομολόγηση σὲ μετανοητικὴ ἐξομολόγηση. Καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἔπειτα ἀπ’ αὐτὸ πρέπει νὰ πράξεις, θὰ σοῦ τὰ πεῖ ἡ Ἐκκλησία· ρώτα!

Εἰρήνη καὶ εὐλογία ἀπὸ τὸν Κύριο


Πηγή: Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς «Δρόμος δίχως Θεὸ δὲν ἀντέχεται… Ἱεραποστολικὲς Ἐπιστολὲς Α΄», ἐκδόσεις Ἐν Πλῷ, Γ΄ ἔκδοση: Ἰούνιος 2009, σελίδα 300.


Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Τὸ Ἀλφαβητάρι τῆς ἀρετῆς

Τὸ Ἀλφαβητάρι τῆς ἀρετῆς



Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου


ρχιζε πάντα ἀπ’ τὸ Θεὸ καὶ πάντα τελείωνε μαζί του.

Βίου τὸ κέρδος εἲν’ αὐτό: τὴ μέρα σου καλὰ νὰ τελειώνεις.

Γνώριζε ὅλα τὰ καλὰ ἔργα τῶν δικαίων.

Δεινόν τὸ νὰ πεινάει κανείς, μὰ φοβερότερος ὁ πλοῦτος ὁ παράνομος.

Εὐεργετεῖς; Μάθε λοιπὸν πὼς τὸ Θεὸ μιμεῖσαι.

Ζήτα ἀπ’ τὸ Θεὸ νὰ σοῦ εἶναι σπλαχνικός, σὰν ὅμως εὔσπλαχνος εἶσαι καὶ ἐσὺ.

σάρκα ἡ ἀνθρώπινη νὰ συγκρατεῖται πρέπει καὶ νὰ δαμάζεται γερά.

Θυμὸ χαλίνωνε, μὴ πέσεις ἔξω ἀπὸ τὴ λογική.

σια ψηλά τὸ βλέμμα σου, στὴ γλῶσσα νὰ ‘χεις μέτρο.

Κλειδὶ στ’ αὐτιὰ νὰ βρίσκεται, τὸ γέλιο σου νὰ ‘ναι σεμνό.

 Λυχνάρι νὰ πορεύεται ἡ λογικὴ μπροστὰ ἀπὸ κάθε σου ἔργο.

Μὴ σοῦ γλυστράει κάτω ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, ἐκεῖνο ποὺ ὑπάρχει.

Νὰ ἐρευνᾷς τὰ πάντα μὲ τὸ νοῦ, ὅμως νὰ πράττεις ὅσα ἐπιτρέπονται.

Ξένος πὼς εἶσαι, μάθε τὸ καλά. Γι’ αὐτὸ τίμα τοὺς ξένους.

ταν στὴ γαλήνη ταξιδεύεις, τότε νὰ θυμᾶσαι τὴ φουρτοῦνα.

Πάντα νὰ δέχεσαι εὐχάριστα, ὅσα ἀπὸ τὸ Θεὸ προέρχονται.

Ραβδὶ νὰ σὲ χτυπᾷ τοῦ δίκαιου καλύτερα, παρὰ ὁ κακὸς νὰ σὲ τιμᾷ.

Στὶς θύρες τῶν σοφῶν νὰ πηγαινοέρχεσαι, μακρυᾶ ἀπ’ τὶς θύρες τῶν πλουσίων.

Τὸ μικρό, μικρὸ δὲν εἶναι ὅταν σὲ κάτι μέγα ὁδηγεῖ.

βριν χαλίνωνε, μακρυὰ ἀπ’ τὴν ἔπαρση μέγας σοφὸς νὰ γίνεις.

Φυλάξου σὺ ἀπ’ τὸ πέσιμο, σὰν ὅμως ἄλλος πέσει, μὴ γελᾷς.

Χάρισμα τὸ νὰ σὲ φθονοῦν, αἶσχος καὶ μέγα, νὰ φθονεῖς ἐσύ.

Ψυχὴ ποὺ στὸ Θεὸ προσφέρεται, εἶναι ἡ καλύτερη θυσία.

, ποιὸς θὰ τὰ φυλάξει ὅλα αὐτά; Αὐτὸς καὶ θὰ σωθεῖ!


Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Ὁ διάβολος φοβᾶται τὸ κομποσχοίνι!

Ὁ διάβολος φοβᾶται τὸ κομποσχοίνι!



Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Τὸ Γεροντικὸ τοῦ Ἁγίου Ὅρους» (ἐκδόσεις Ἄθως, Ἀθήνα 2009, σελίδα 138).


Στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, ὁ μοναχὸς Προκόπιος, ἀπὸ τὴν Καλύβα «Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου», εἶχε μεγάλη ἐπιθυμία νὰ μάθει μουσικὰ, γιὰ νὰ δοξολογεῖ κι ἐκεῖνος τὸ Θεό, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί.

Ἐπειδὴ, ὅμως, ἦταν λίγο παράφωνος, οἱ πατέρες ἀπέφευγαν νὰ τὸν διδάξουν. Ὁ ἀδελφὸς Προκόπιος εἶχε χάρισμα ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ λέει ἀκατάπαυστα τὴν εὐχή: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν μὲ τὸν ἁμαρτωλόν», καὶ στὸ ἀριστερό του χέρι κρατοῦσε πάντα τὸ κομποσχοίνι, ποὺ ποτὲ δὲν ἀποχωριζόταν.

Μιὰ μέρα, ἦταν πολὺ λυπημένος ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ κανέναν γιὰ νὰ τὸν μάθει μουσικὴ καὶ συλλογιζόμενος αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ἀπὸ τὴν πολλὴ του λύπη, εἶχε σταματήσει νὰ λέει τὴν εὐχή.

Ξαφνικά, παρουσιάζεται μπροστά του ἕνας σεβάσμιος, ἀλλὰ ἄγνωστος σ’ αὐτὸν, γέροντας:

-         Ἀδελφὲ Προκόπιε, τί ἔχεις κι εἶσαι τόσο λυπημένος; Τί σὲ ἀπασχολεῖ;

-         Τί νὰ ἔχω, γέροντα; Νά, θέλω κι ἐγὼ νὰ μάθω λίγα μουσικὰ καὶ δὲ βρίσκεται κανένας νὰ μὲ μάθει, γιατί μοῦ λένε πὼς εἶμαι λίγο φάλτσος.

-         Γι’ αὐτὸ κάθεσαι καὶ στενοχωριέσαι, καημένε; Ἐγὼ θὰ σὲ μάθω μουσικὰ καὶ θὰ σὲ κάνω τὸν καλύτερο ψάλτη τοῦ Ἁγίου Ὅρους· θὰ κελαηδᾷς σὰν τὸ καλύτερο ἀηδόνι! Ἀλλὰ θέλω κι ἐσὺ νὰ μοῦ κάνεις μιὰ χάρη...

-         Τί ζητᾷς ἀπὸ μένα; Θέλεις νὰ σὲ πληρώσω; Θὰ σοῦ δώσω ὅ, τι θέλεις!

-         Ἡ πληρωμὴ ἡ δική μου εἶναι νὰ πετάξεις ἀπὸ τὰ χέρια σου αὐτὸ ποὺ λέτε κομποσχοίνι καὶ νὰ πάψεις νὰ λὲς αὐτὸ ποὺ λέτε εὐχὴ. Καὶ θὰ σὲ μάθω ὅ, τι θέλεις!

Ὁ μοναχὸς Προκόπιος, ἅμα ἄκουσε αὐτά, κατάλαβε πὼς ὁ φαινόμενος δὲν ἦταν μοναχός, ἀλλὰ παμπόνηρος δαίμονας, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν κάνει νὰ σταματήσει τὴν προσευχή.

Ἔκαμε ἀμέσως τὸ σταυρό του καὶ εἶπε:

-         Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ παμπόνηρε· δὲ μοῦ χρειάζονται τὰ μουσικά σου καὶ οἱ πονηριὲς καὶ οἱ καλοσύνες σου!

Τότε, ὁ δαίμονας ἔγινε ἄφαντος.

Ἀπ’ αὐτὸ μαθαίνουμε πόσο φοβᾶται ὁ Διάβολος τὸ κομποσχοίνι, γιὰ τὸ ὁποῖο καλὰ λένε οἱ Πατέρες ὅτι εἶναι τὸ ὅπλο τοῦ χριστιανοῦ κατὰ τοῦ Διαβόλου, καὶ τὴν εὐχή, ἡ ὁποία καίει τὸν Δαίμονα.

Ἐνῷ τοὺς ψάλτες δὲν τοὺς φοβᾶται τόσο καὶ δὲν τοὺς ὑπολογίζει, γιατί εὔκολα μὲ τὸ ψάλσιμο ἀφαιροῦνται ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ πέφτουν στὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ὑπερηφάνεια!