Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Ἀπάντηση ἀπό τόν οὐρανό

πάντηση πό τόν ορανό



Παντελεήμονος, Μητροπολίτου Χίου.


- Δέν βαριέσαι, καϋμένε παπα-Μιχάλη, δ εναι κόλαση, δ εναι καί παράδεισος. λα τά λλα εναι λόγια, επε νας πό τήν παρέα.

παπα-Μιχάλης στενοχωρήθηκε.
- Μή λές, καπετάνιε μου, τέτοιες κουβέντες. λλοίμονο στόν κόσμο, ν χανε κι ατη τήν λπίδα. γώ τουλάχιστον, φ’ του Κωνσταντία μου πέταξε σάν πουλάκι πό ατόν τόν κόσμο, μ’ ατήν τήν λπίδα ζ: τι ζ στούς ορανούς. Εχε τόσο ραα, τόσο λεπτή ψυχή!

Καί τόν πρε τόση συγκίνηση, πού βγαλε τό μαντήλι κι ρχισε νά κλαί. Συγκινήθηκαν κι λοι ο λλοι.
- Συζητομε πλς, παπα-Μιχάλη. Μή τά παίρνεις καί λα τος μετρητος.

ν τ μεταξύ φτασε τό μεσημέρι καί τράβηξαν λοι γιά τά σπίτια τους. παπς δεν βαλε τίποτε στό στόμα του. πγε μέσως καί ξάπλωσε στό κρεβάτι του. Καί τον πρε νας πνος γλυκός καί ρεμος. Τί ετυχία, πού τόν βρκε!


βλεπε τι νέβαινε πρός τό κοιμητήριο. ταν ζύγωσε, ρίγη πέρασαν τό κορμί του! νάμεσα στά λουλούδια το τάφου της, εδε τήν κόρη του! Φοροσε να λάσπρο φόρεμα κι λαμπε τό πρόσωπό της.

- Παιδί μου, παιδί μου, πς περνς;

κείνη χαμογέλασε στοργικά καί επε:
- ! Εμαι πολύ καλά, πατέρα μου. Περν πολύ καλά. Τά δρα σου, σα μο στειλες ς σήμερα, λα τά λαβα. Σε εχαριστ πολύ. λαβα καί τό ψάρι, πού μο στειλε θεος Κωστς. Εχαρίστησέ τον κ μέρους μου.

Τήν δια στιγμή ξύπνησε πατέρας γεμάτος χαρά, πού εδε τόσο ετυχισμένη τήν κόρη του. Ντύθηκε βιαστικά κι πγε στο καπετάν Κωστ τό σπίτι.

- Σέ καλό σου, παπ, τέτοια ρα!

Κι
παπς τόν ρώτησε:
- Γιά πές μου, βρέ Κωστ, κανες τίποτα σύ γιά τήν Κωνσταντία, τήν κόρη μου;

καπετάνιος τόν κύτταξε περίεργα καί το επε:
- χι, δέν θυμμαι τίποτε. Γιατί, τι τρέχει;

παπς μέ βουρκωμένα τά μάτια το διηγήθηκε τό νειρο.

- Κωνσταντία μο επε νρθ νά σέ εχαριστήσω γιά τό ψάρι, πού τς στειλες.

κενος ρχισε νά σταυροκοπιέται νατριχιασμένος.

- Χριστέ μου! Παναγιά μου! Τι θαμα εναι τοτο! Τώρα θυμμαι καλά. ταν γύρισα στό σπίτι πό τήν κηδεία τς Κωνσταντίας, ερκα να τακτικό ψαρά, πού μο φερνε πάντα ψάρια. Εχε φέρει μιά συναγρίδα μεγάλη. Μά γώ δεν εχα καμμιά ρεξη γιά φαϊ, καί το επα: «Δέν θέλω τίποτα, βρέ παιδί μου, σήμερα». Τό παλληκάρι κίνησε νά φύγ. Μά, μετάνιωσα καί το φώναξα πάλι: «λα 'δ. Πόσο κάνει τό ψάρι;» Μο επε τήν τιμή. Κι γώ βγαλα καί τό πλήρωσα. Καί το επα: «Δός το σ' να φτωχό σπίτι νά φνε γιά συχώριο τς Κωνσταντίας».

Κι πλοϊκός καπετάνιος ρχισε πάλι νά σταυροκοπιέται καί νά παναλαμβάν:
- Χριστέ μου! Παναγιά μου! Τι θαμα εναι ατό!

παπς ρχισε κι κενος νά κλαί. πειτα, μαζί καί ο δύο βρήκαν τήν παρέα καί τούς διηγήθηκαν λο τό περιστατικό. Κοιτάχθηκαν λοι μεταξύ τους. Κι νας επε      σ’ ατόν πού δέν θελε νά πιστέψ στήν θανασία τς ψυχς:
- Τήν πάντηση τήν πήρες πό τόν ορανό. Τί λες τώρα;  κενος σκυψε τό κεφάλι καί κανε τόν σταυρό του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.