Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Περὶ Ψαλτῶν

Περὶ Ψαλτῶν



ΙΕ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου κανὼν οὐδόλως ἐπιτρέπει νὰ ψάλλῃ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τυχών, ἀλλὰ καθῆκον τοῦτο θεωρεῖ τῶν κανονικῶν ἤτοι τῶν ἐν τῷ κλήρῳ συνηριθμημένων καὶ ἐπὶ τούτῳ προκεχειρισμένων ψαλτῶν· διότι ἀταξία ὁμολογουμένως συμβαίνει καὶ χασμῳδία ὅταν ψάλλῃ τυχὼν ἀμαθὴς καὶ ἄμουσος, τοὐναντίον δὲ εὐταξία καὶ συγκίνησις ὅταν ψάλλωσιν οἱ μουσικῆς ἔμπειροι καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως γνῶσται.

Πρὸς ὁδηγίαν δὲ τῶν ψαλτῶν πολλάκις καὶ ἐν τοῖς τελευταίοις χρόνοις ἡ Ἐκκλησία διέταξε τὰ προσήκοντα, καὶ τελευταῖον ἔτι ἡ Μουσικὴ Ἐπιτροπὴ ἀπεφήνατο τάδε :

« Περὶ τῆς διορθώσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μουσικοῦ χοροῦ διασκεφθέντες φρονοῦμεν ὅτι πρὸς τοῦτο ἀπαιτοῦνται· 1] ἐκλογὴ ἱεροψαλτῶν συμφωνούντων πρὸς ἀλλήλους κατά τε τὴν ποιότητα τῆς φωνῆς καὶ τὴν τέχνην· 2] ἐκλογὴ ἰσοκρατῶν καὶ κανοναρχῶν, τοὐλάχιστον τριῶν ἑκατέρωθεν, γυμναζομένων δὶς ἢ τρὶς καθ’ ἑβδομάδα· 3] ὁρισμὸς τῶν ψαλτέων μαθημάτων καὶ γύμνασις ἐπ’ αὐτῶν· 4] σύστασις τοῦ σεμνοῦ καὶ ἱεροπρεποῦς εἰς πάντα τὰ μέλη τοῦ χοροῦ, ἀποφυγὴ δὲ τοῦ ἐπιτετηδευμένου καὶ ἐκλελυμένου· 5] σύστασις εἰς πάντας προφορᾶς ἀκριβοῦς, ὥστε τὸ ἀκροατήριον οὐχὶ μόνον νὰ ἀκούῃ, ἀλλὰ καὶ νὰ κατανοῇ τὰ ψαλλόμενα οὕτως ὥστε νὰ παράγωνται ἐν ταῖς καρδίαις τῶν ἐκκλησιαζομένων τὰ ἀνάλογα αἰσθήματα· 6] καθορισμὸς ἐκ τῶν προτέρων τῆς οἰκείας ἑκάστῳ ἐκκλησιαστικῷ ᾄσματι χρονικῆς ἀγωγῆς καὶ τοῦ ρυθμοῦ, καὶ ἀναγραφὴ αὐτοῦ κατὰ τομὴν ἐν τῇ διαρκείᾳ τῶν μελῶν· 7] προσθήκη ἰδιαιτέρας γραμμῆς ἀναγραφούσης ἐν τῇ διαρκείᾳ τοῦ ψαλλομένου ᾄσματος τὸ μέρος τῶν ἰσοκρατῶν » (Βλ. Ἔκθ. Μουσικῆς Ἐπιτροπῆς δημοσιευθεῖσαν ἐν τῇ Ἐκκλησιαστικῇ Ἀληθείᾳ, ἔτ. Η΄ σελ. 119-121).


Πηγή: «Τυπικόν κατὰ τὴν Τάξιν τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας», σελ. ιη΄, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1888, ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου.


Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Ὁ Ἱεροψάλτης, τὸ ἔργο του καὶ ἡ Ἐκκλησία


Ὁ Ἱεροψάλτης, τὸ ἔργο του καὶ ἡ Ἐκκλησία



Τοῦ Δημητρίου Ἰωαννίδου
Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου τῆς Ἁγιωτάτης Ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως


Ὑπάρχει μία ἀρχή, ἡ ὁποία κανονικά, δὲν θὰ δεχόταν καμίαν ἀντίρρηση.

Κάθε τί ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μπορεῖ κανονικὰ νὰ χαρακτηριστεῖ, σὰν σύνηθες βιοποριστικὸ ἐπάγγελμα. Ἡ πραγματικότητα, ὅμως, εἶναι κάθετα ἀντίθετη μὲ αὐτὴ τὴν ἀρχή.

Ἔτσι σήμερα, ΚΑΙ ὁ Κληρικὸς (ἀπὸ τὸν Διάκονο μέχρι τὸν Ἀρχιεπίσκοπο), ΚΑΙ τὸ προσωπικό τῶν Ἱερῶν Ναῶν (Ἱεροψάλτες καὶ Νεωκόροι), λόγῳ τῶν πολλαπλῶν ὑποχρεώσεών τους μέσα σ’ αὐτούς, θὰ ἔπρεπε νὰ ζοῦν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον ἀπ’ αὐτὴ τους τὴν ἀπασχόληση. Μόνο τότε, θὰ ἦταν ὅλοι τους αὐστηρὰ προσηλωμένοι, στὰ ἐπὶ μέρους καθήκοντά τους, καὶ μάλιστα, θὰ ὑπῆρχε καὶ θεμιτὸς ἀνταγωνισμός, προσφορᾶς ὑπηρεσιῶν.

Βλέπουμε, ὅμως, ὅτι ἡ Ἐκκλησία, φρόντισε νὰ ἐξασφαλίσει ΜΟΝΟ τὸν ἑαυτὸ της (δηλαδὴ τοὺς Κληρικοὺς), ἀφήνοντας τοὺς Ἱεροψάλτες καὶ Νεωκόρους, στὴν τύχη τους καὶ στὶς διαθέσεις τῶν ἑκάστοτε Ἱερατικῶν προϊσταμένων τους. Μεγάλο σφάλμα! Διότι χωρὶς τὸν Ἱερέα, μπορεῖ νὰ εἶναι (καὶ εἶναι) ἀδύνατον νὰ τελεστεῖ ὁποιαδήποτε Ἀκολουθία, ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὸν Ἱεροψάλτη, τὰ πράγματα γίνονται πολὺ δύσκολα καὶ ἴσως πολλὲς φορές, νὰ ματαιώθηκαν Ἀκολουθίες, μόνο καὶ μόνο, γιατί δὲν ὑπῆρχε Ψάλτης.

Μάλιστα, ὑπάρχει καὶ σχετικὸ ἀνέκδοτο ἐπ’ αὐτοῦ·

Κάποτε ἕνας Ἱερέας ἑνὸς χωριοῦ, σηκώθηκε χαράματα, προκειμένου νὰ πάει 2 ὧρες δρόμο μὲ τὸ γαϊδουράκι του, γιὰ νὰ λειτουργήσει σὲ ἕνα ἐξωκκλήσι ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγ. Γεωργίου.

Πράγματι πῆγε, καθάρισε ὅλο το χῶρο, ἑτοίμασε τὴν πρόθεση, καὶ βγῆκε στὸ διάσελο, περιμένοντας τὸν Ψάλτη, ἀλλὰ καὶ τὸν κόσμο νὰ ἔλθουν.

Ἡ ὥρα, ὅμως, περνοῦσε καὶ δὲν φαινόταν κανείς. Ἦταν βλέπετε δεύτερη μέρα τοῦ Πάσχα, καὶ ὅλοι ξεκουράζονταν ἀπὸ τὸ γλέντι τῆς προηγούμενης. Πῆγε 8 ἡ ὥρα, 8.30, πῆγε 9, ἀλλὰ δὲν φαινόταν κανείς. Μπαίνει μέσα στὸ Ἱερό, βάζει τὸ Πετραχείλι του, βγαίνει στὴν Ὡραία Πύλη, ἔκανε σχῆμα πρὸς τὸν Δεσπότη Χριστό, καὶ γυρίζοντας πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, εἶπε: «Ἅγιέ μου Γιώργη, ἐγὼ τὰ ξέρω, ἐσὺ τὰ ξέρεις· Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἠμῶν…», ἔκλεισε τὴν Ἐκκλησία, καὶ γύρισε στὸ σπίτι του.

Τὰ Μυστήρια, μποροῦν νὰ τελεστοῦν χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ Ψάλτη. Ὄχι, ὅμως, καὶ οἱ διάφορες ἄλλες Ἀκολουθίες. Σκεφθεῖτε Μεγάλη Ἑβδομάδα, χωρὶς Ψάλτες στὰ Ἀναλόγια!

Συμπέρασμα: Ὁ Ψάλτης, εἶναι ἀποδεδειγμένα, ἀναπόσπαστο Μέλος τῆς Θείας Λατρείας μας, καὶ ἄμεσος Συνεργάτης τῶν Κληρικῶν, στὴν ἐκπλήρωση τῶν πάσης φύσεως καθηκόντων τους.

Παρ’ ὅλο ὅτι τὰ ἔχουμε ξαναπεῖ, θὰ ἐπιτρέψετε παρ’ ὅλο τὸν κίνδυνο, νὰ φανοῦμε κουραστικοί, νὰ ἐξετάσουμε πάλι, ποιὸς εἶναι ὁ Ἱεροψάλτης καὶ τί εἶναι αὐτό, ποὺ χαρακτηρίζει τὸ ἔργο του.

Ἱεροψάλτης, εἶναι ὁ πάντα ἀκούραστος ἐργάτης, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει κανένα δικαίωμα νὰ ἐπαναστατήσει, νὰ ἀπεργήσει, νὰ διαμαρτυρηθεῖ, παρὰ μονάχα, νὰ παραμένει ἕνας ζωντανὸς καὶ δημιουργικὸς φορέας, μὲ ἄπειρο βεληνεκὲς καὶ στόχο νὰ κατευθύνει τὶς ψυχὲς τῶν Χριστιανῶν, μέσα στὸν Ἱερὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ μόνον.

Ἱεροψάλτης, εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ φιλότιμα κονταρομαχεῖ μὲ τὸ ξεφάντωμα, καὶ ἀπαρνεῖται κάθε ἀνθρώπινη ἐκδήλωση, ποὺ θὰ τοῦ μειώσει τὴν ἀπόδοση, σὲ ὅλες τὶς Ἀκολουθίες τῆς Θείας Λατρείας μας, καθὼς οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ Ἐκκλησιάσματος καὶ ἰδίως τῶν ἀνίδεων πολλὲς φορὲς συνεργατῶν του Κληρικῶν, ἀγγίζουν τὰ ὅρια τοῦ μεγίστου.

Ἱεροψάλτης, εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἀνεπηρέαστος ἀπὸ κάθε μεταβολὴ στὶς κορυφὲς τῶν πυραμίδων Κράτους καὶ Ἐκκλησίας, μένει ἀσάλευτα πιστός, στὴν Ἱερὴ Ἀποστολή του, καὶ προσφέρει, καὶ δίνει καὶ φιλοδοξεῖ νὰ εὐχαριστεῖ, νὰ ἀρέσει στὸ ἀκροατήριό του, καὶ νὰ πικραίνεται ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ τὸ καταφέρει.

Ἱεροψάλτης, εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος κόντρα στὸ χιονιά, τὴ βροχὴ καὶ τὸ ξεροβόρι, μὲ ριζωμένο βαθειὰ μεσ’ τὴν ψυχὴ του τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα, καὶ χαραγμένο μὲ πύρινα γράμματα στὴ συνείδησή του τὸ αἴσθημα τῆς εὐθύνης, ξεκινάει πρὶν ἀκόμα σημάνουν οἱ καμπάνες, γιὰ νὰ δώσει ὅ,τι ἔχει στὰ στήθια του. Τὴν ἴδια του τὴν ψυχή.

Ἱεροψάλτης, εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ σοβαρός, εὐθυτενὴς καὶ ἀκέραιος, μένει καὶ θὰ μένει ὁ μεγάλος καλλιτέχνης, ποὺ ποτὲ του δὲν χειροκροτεῖται, δὲν διαφημίζεται, δὲν προβάλλεται καὶ δὲν ἐπιβάλλεται τεχνικὰ καὶ ψεύτικα, παρὰ μόνο μὲ τὴν ἀξία του, τὶς μελέτες του, τὴν ἀφοσίωσή του καὶ τὴν ἀπόδοση στὸ ἔργο του.

Ἱεροψάλτης, εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ παραμένει μόνιμα ἕνας ὑπάλληλος, μόνιμα ὑφιστάμενος, χωρὶς προαγωγές, χωρὶς ἀναγνώριση, χωρὶς κατοχύρωση, χωρὶς νόμους νὰ τὸν ὑποστηρίζουν, περιφρονημένος ἀπὸ τὸ Κράτος καὶ τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ ἔχει τὴ δυνατότητα μεταβολῆς τῶν ὅρων τῆς ἐργασίας του, χωρὶς δικαίωμα ἐκσυγχρονισμοῦ, τόσο στὸ ὡράριο ὅσο καὶ στὶς ὑποχρεώσεις του, πράγματα τὰ ὁποῖα συνεχῶς διογκώνονται, μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῶν διαφόρων Ἀρχιερέων ἢ καὶ τῶν ἁπλῶν Κληρικῶν, κατὰ τὰ ὁποῖα παραμένει πάντα ὁ ἴδιος, πάντα ἐκεῖ ψηλὰ στὸ βάθρο του, ἀντιμετωπίζοντας καρτερικά, τὴν ἄκρως ἰδιότυπη καὶ τὶς περισσότερες φορὲς προσβλητικὴ γιὰ τὴν ἀξιοπρέπειά του μεταχείριση.

Ἱεροψάλτης, εἶναι ἐκεῖνος, ὁ μόνος ἐπαγγελματίας, ὁ ὁποῖος γνωρίζοντας, πὼς τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ Ἐκκλησιάσματος, ἔρχεται στὸ Ναό, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσει νὰ ψάλλει τὰ διάφορα τροπάρια, δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ παλέψει γιὰ τὸ δίκιο καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά του, καὶ λόγω τῆς προσβλητικῆς ἀμοιβῆς ποὺ λαμβάνει, ντρέπεται νὰ βροντοφωνάξει τὴν ἰδιότητά του.

Ἱεροψάλτης, εἶναι ΜΟΝΟΝ Ἐκεῖνος. Ὁ Μεγαλύτερος Ἐθνικός, Ἐκκλησιαστικὸς καὶ συγχρόνως Παραδοσιακὸς Τραγουδιστῆς τῆς Φυλῆς μας. Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει τὴν ὕψιστη τιμή, νὰ ὑμνεῖ ἀδιαλείπτως τὸν Κύριο καὶ Θεό μας.

ΑΥΤΟΣ εἶναι ὁ Ἱεροψάλτης.

Ἀλλὰ ἃς δοῦμε, καὶ μερικὰ ἄλλα στοιχεῖα, ποὺ συνθέτουν τὴν προσωπικότητά του.

Κατ’ ἀρχὴν ὁ Ἱεροψάλτης, πρέπει νὰ διαθέτει καλλιφωνία, παιδεία, γνώσεις πάνω στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Βυζαντινὴ Μουσικὴ καὶ τὴν Τάξη τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ὁπωσδήποτε ἠθικὸ ἀνάστημα, καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα, ἐπίγνωση γιὰ τὸ λειτούργημά του. Τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖ, εἶναι ἱερό, καὶ γι’ αὐτό, θὰ πρέπει νὰ ἀντιλαμβάνεται τὸ ρόλο του στὴ Θεία Λατρεία μας. Σκοπὸς τῆς ψαλμωδίας, δὲν εἶναι ἡ ἐπίδειξη καὶ ἡ εὐχαρίστηση, ἀλλὰ ἡ ζωηρὴ ἔκφραση τῶν εὐσεβῶν συναισθημάτων, ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, καθὼς ἐπίσης, ἡ ψυχικὴ ἀνάταση πρὸς τὸ Θεό, μὲ ἀποτέλεσμα, τὴν χριστιανικὴ πρόοδο τοῦ ἐκκλησιάσματος.

Ἡ θέση τῶν Ἱεροψαλτῶν μέσα στὸ Ναό, εἶναι καθιερωμένη, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου (τέλη τοῦ Α΄. αἰῶνος μ. Χ.), ὁ ὁποῖος ἐθέσπισε τὴν ψαλμωδία «κατ’ ἀντιφωνίαν», καὶ τοὺς δύο Χοροὺς τῶν Ψαλτῶν, μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐξ’ ἄλλου, ἀπὸ τοὺς 26ο΄. , 43ο΄. καὶ 69ο΄. Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, 14ο΄. τῆς Δ΄. Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 4ο΄. καὶ 6ο΄. τῆς Στ΄. Οἰκουμενικῆς, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως τὸν 15ο΄. τῆς ἐν Λαοδικεία Συνόδου καὶ τὸν 75ο΄. ἐπίσης τῆς Στ΄. Οἰκουμενικῆς, καθὼς ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὶς Ἀρχαῖες Λειτουργίες Ἰακώβου, Κλήμεντος καὶ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, οἱ Ἱεροψάλτες ἀναφέρονται σὰν ἰδιαίτερη τάξη, στὴν ὑπηρεσία τῆς Θείας Λατρείας.

Ὅπως προαναφέραμε, οἱ Ἱεροψάλτες πρέπει νὰ διαθέτουν ἀρκετὰ «προσόντα», γιὰ νὰ εἶναι σὲ θέση, νὰ ἐκπληρώσουν ἄριστα, τὸ ὕψιστο ἔργο τους.

Ἃς τὰ ἐξετάσουμε ὅμως ἀναλυτικά, αὐτὰ τὰ «προσόντα»·

1) Κατ’ ἀρχὴν σὰν Ψάλτης, θὰ πρέπει νὰ διαθέτει τὸ φυσικὸ ταλέντο τῆς φωνῆς. Ἕνα πραγματικὰ Θεῖο δῶρο, τὸ ὁποῖον ὅμως, δὲν τὸ διαθέτουν πολλοί. Βέβαια, ὅταν λέμε φωνή, δὲν ἐννοοῦμε ἀγριοφωνάρα ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο σχετικό, ἀλλὰ μελωδικὴ καὶ εὐχάριστη φωνή, ἡ ὁποία νὰ χαϊδεύει τὰ αὐτιὰ τῶν πιστῶν, καὶ ὄχι νὰ τοὺς σπάει τὰ νεῦρα. Νὰ διαθέτει καθαρὴ ἄρθρωση καὶ νὰ ψάλλει ὅσο αὐτὸ εἶναι ἐφικτό, «κατ’ ἔννοιαν».

Πάνω σ’ αὐτό, ἴσως πολλοὶ νὰ ἔχουν ἀντιρρήσεις, προβάλλοντας τοὺς μετρικοὺς πόδες τῆς Ὑμνολογίας, ἢ τὶς αὐστηρὲς προδιαγραφὲς τῶν Προλόγων ἢ Προσομοίων, ἐπὶ τῶν ὁποίων ψάλλονται οἱ διάφοροι Ἐκκλησιαστικοὶ Ὕμνοι. Ὂλ’ αὐτά, εἶναι ἀποδεκτά, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἀμφισβητήσει κανείς.

Ὑπάρχουν ὅμως περιπτώσεις, ὅπως π. χ. στὸ Δ΄. Ἐξαποστειλάριον «Ταῖς ἀρεταῖς ἀστράψαντες» καὶ συγκεκριμένα, στὴ μουσικὴ πρόταση «ἐσθήσεσι Μυροφόροις».

Μπορεῖ νὰ μᾶς ἐξηγήσει κανείς, τί σημαίνει αὐτὴ ἡ φράση;

Ἀσφαλῶς ὄχι, γιατί εἶναι δύο λέξεις, οἱ ὁποῖες ἀνήκουν σὲ διαφορετικὲς προτάσεις ἡ κάθε μία («ἄνδρας ἐν ἀστραπτούσαις ἐσθήσεσι» καὶ «Μυροφόροις κλινούσαις εἰς γῆν ὄψιν»), οἱ ὁποῖες, λόγω τοῦ προσομοιακοῦ μέτρου, σφαγιάζονται μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μὴ βγαίνει κανένα νόημα.

Καὶ ὑπάρχουν πάμπολλες παρόμοιες καταστάσεις (στὸν Κανόνα τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, σὲ Στιχηρά, Ἐξαποστειλάρια, Προσόμοια κ.λπ.), ποῦ παραποιοῦν ἐντελῶς, τὴν ἔννοια τοῦ Μέλους.

Ἀπ’ ὂλ’ αὐτά, βγαίνει ἀβίαστα τὸ συμπέρασμα, ὅτι τὰ μουσικὰ προσομοιακὰ μέτρα, καλὸ εἶναι νὰ τηροῦνται, ἐφ’ ὅσον ὅμως, δὲν κατακρεουργεῖται ἡ ἔννοια τῶν κειμένων. Καὶ ἐδῶ, χρειάζεται ἡ παιδεία τῶν Ἱεροψαλτῶν, οἱ ὁποῖοι πρέπει μ’ αὐτὰ ποὺ «λένε», νὰ δίνουν καὶ στὸν πλέον ἀγράμματο πιστό, ξεκάθαρη τὴν ἔννοια τῶν Ὕμνων τῆς Θείας Λατρείας.

2) Ἐρχόμαστε στὶς γνώσεις τῆς Μουσικῆς καὶ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων, κατὰ τὴν τέλεση τῶν διαφόρων Ἀκολουθιῶν.

Γι’ αὐτὲς τὶς γνώσεις, ἔχουμε ἀναφερθεῖ πολλὲς φορές, καὶ δὲν σκοπεύουμε νὰ γίνουμε κουραστικοί. Αὐτοὶ ποὺ κυριολεκτικὰ «ξεφουρνίζονται» κάθε χρόνο ἀπὸ τὰ Ὠδεῖα, μπορεῖ νὰ γνωρίζουν πολλὰ πράγματα, ποὺ ἴσως δὲν τὰ γνώριζαν πρίν, ἀλλὰ μὲ καμιὰ δύναμη, δὲν μποροῦν νὰ ἐπανδρώσουν Ἀναλόγια, καὶ δὲν μποροῦν νὰ λέγονται Ἱεροψάλτες. Καὶ τοῦτο, γιατί τὸ μόνο ποὺ δὲν γνωρίζουν, εἶναι ἡ «δουλειὰ» τοῦ Ἀναλογίου. Μὲ τὶς ὑποτυπώδεις γνώσεις γύρω ἀπὸ τὴ Βυζαντινὴ Μουσική, καὶ τὶς ἀνύπαρκτες σχεδόν, πάνω στὶς Τυπικὲς Διατάξεις, εἶναι ἀκατάλληλοι γιὰ τὸ λειτούργημα τοῦ Ἱεροψάλτη.

Τὰ Ὠδεῖα, συμπεριφερόμενα ἀποκλειστικά, σὰν ἐμπορομάγαζα, προωθοῦν καὶ μοιράζουν Πτυχία καὶ Διπλώματα ἀφειδῶς, ἀρκεῖ ὁ ἐνδιαφερόμενος, νὰ πληρώσει αὐτὰ ποὺ θὰ τοῦ ζητήσουν. Ὑπάρχουν πάμπολλες καὶ τρανταχτὲς περιπτώσεις διαφόρων, οἱ ὁποῖοι διαθέτουν Πτυχία Βυζαντινῆς Μουσικῆς ἢ Διπλώματα Μουσικοδιδασκάλου, ὑπογεγραμμένα ἀπὸ τὸ συνένοχο Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ, μὲ δικαίωμα μάλιστα «τοῦ διδάσκειν», ἀλλὰ ποὺ δὲν εἶναι σὲ θέση, νὰ σταθοῦν ἁπλά, πάνω σ’ ἕνα Ἀναλόγιο.

Καὶ τὸ ὡραῖο εἶναι, ὅτι ὑπάρχουν μερικοὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὑπογράψει χωρὶς ἴχνος ντροπῆς, αὐτὰ τὰ χαρτιά, καὶ οἱ ὁποῖοι κοκορεύονται, ὅτι «φέτος, ἔβγαλα …… τόσους μαθητάς». Παραβλέπουμε ἐδῶ τὴν παροιμία «κατὰ τὸ Δάσκαλο καὶ ὁ μαθητής».

Βέβαια, ἴσως μὲ αὐτὰ τὰ λόγια μου, δυσανασχετήσουν πολλοὶ ἐκλεκτοὶ συνάδελφοι, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ εἶναι ἡ στυγνὴ πραγματικότητα.

Μετὰ, εἶναι τὸ θέμα τῆς Τυπικῆς Διάταξης τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Βέβαια, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κάποιος, ὅτι ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, μαζὶ μὲ ὅλη τὴν Ἱεραρχία, κάνει λάθη καὶ μάλιστα οὐσιώδη, καταστρατηγώντας «Ἀρχιερατικῷ δικαίῳ» (ἢ πολλὲς φορὲς ἀπὸ ἄγνοια) τὸ Τυπικὸ καὶ τὴν Παράδοση, πῶς ἕνας νέος Ἱεροψάλτης, νὰ εἶναι ἀλάνθαστος;

Ὅταν τὰ κυκλοφοροῦντα Τυπικὰ (Βιολάκης, Δίπτυχα, τοῦ ἐξ’ Ἀγρινίου κ. Παπαχρήστου, ἀκόμα καὶ τὸ «Πατριαρχικὸ Τυπικὸ» ποὺ ἐκδίδεται ἀπὸ τὶς Ἐκδόσεις «ΤΕΡΤΙΟΣ», καὶ ποὺ δυστυχῶς, δὲν διορθώνεται ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο), βρίθουν λαθῶν, πῶς μπορεῖ ἕνας «ἐργάτης» τοῦ Ἀναλογίου, νέος ἢ παλαιός, νὰ παραμένει ἀλάνθαστος;

Καὶ ὑπάρχουν ἄπειρες περιπτώσεις, ποὺ δικαιολογοῦν τὰ λόγια μας, ἀλλὰ ποὺ δὲν εἶναι τῆς παρούσης στιγμῆς, νὰ ἀναφερθοῦν.

3) Ἐρχόμαστε στὸ θέμα τῆς παιδείας.

Ὁ Ἱεροψάλτης, πρέπει νὰ διαθέτει ἀνάλογη μόρφωση, γιατί μόνον ἔτσι, θὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἀντιλαμβάνεται, τὸ νόημα τῶν Ὕμνων ποὺ ψάλλει, καὶ νὰ ἀποδίδει τὰ κείμενα «κατ’ ἔννοιαν», ὥστε νὰ γίνεται κατανοητός, ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα. Μόνον ἔτσι, θὰ ἀποφεύγει τοὺς τόσο συνήθεις παρατονισμούς, καὶ γενικά, γνωρίζοντας τὸ νόημα αὐτῶν ποὺ ψάλλει, νὰ τὸ μεταδίδει καὶ στοὺς πιστούς.

4) Κι ἃς ἔλθουμε στὸ θέμα τῆς ἠθικῆς.

Ὁ Ἱεροψάλτης, ἔχει τὴ μεγάλη τιμή, νὰ εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν, Ὑμνωδὸς τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς τὸ Θεό. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὰ «Οὐχ ὡραῖος αἶνος ἐν στόματι ἁμαρτωλοῦ» της Σοφίας Σειράχ (κεφ. 15, στίχ. 9), καὶ «Μὴ μόνον γλώττῃ προσφέρειν τὴν ὑμνῳδίαν, ἀλλὰ καὶ τὴν διάνοιαν, εἰς κατανόησιν τῶν λεγομένων ἐγείρειν» τοῦ Θεοδώρητου, θὰ πρέπει νὰ εἶναι σοβαρός, ἀξιοπρεπής, νὰ μὴ δίνει ἀφορμὲς γιὰ κάθε εἴδους σκάνδαλα, καὶ νὰ εἶναι παράδειγμα πρὸς μίμηση, γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ τὸν ἀκοῦν.

Καιρὸς, ὅμως, νὰ δοῦμε τὸ ἔργο τοῦ Ἱεροψάλτη, καὶ νὰ ἐξετάσουμε τὸ τί γίνεται, καὶ τὸ τί θὰ ἔπρεπε νὰ γίνεται.

Τὸ ἔργο τοῦ Ἱεροψάλτη, εἶναι σημεῖον ἀντιλεγόμενον, καὶ γενικὰ κατακρίνεται, λὲς καὶ αὐτὸς καὶ μόνον αὐτός, εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ τὴν κατάντια ποὺ παρατηροῦμε, μέσα στοὺς Ναούς, κατὰ τὴ διεξαγωγὴ τῶν διαφόρων Ἀκολουθιῶν.

Γεγονὸς πάντως εἶναι, ὅτι σήμερα, κακολογεῖται καὶ χλευάζεται ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Βυζαντινὴ Μουσική, καὶ ἀφορμὴ γι’ αὐτό, εἶναι ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τους Ἱεροψάλτες. Αὐτοὶ οἱ «ΚΥΡΙΟΙ», κάνουν τοὺς Ἱεροψάλτες κατ’ ἀνάγκην ἢ ἀποβλέποντας στὰ χρήματα, ποὺ θὰ ἀποκομίσουν ἀπ’ αὐτὴ τὴ δουλειά. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτούς, ἀνεβαίνουν πάνω στὰ Ἀναλόγια, ἐντελῶς ἀπροετοίμαστοι, καὶ προσπαθοῦν τὴν τελευταία στιγμή, νὰ ἐνημερωθοῦν.

Ἄλλοι πάλι, καὶ δυστυχῶς πολλοὶ ἀπ’ αὐτούς, ποὺ λένε ἢ πιστεύουν οἱ ἴδιοι, ὅτι εἶναι μεγάλοι Ψάλτες, μὲ τὴν ἀνοχὴ ἢ καὶ προτροπή, τῶν πάσης φύσεως καὶ βαθμοῦ Κληρικῶν, μεταβάλλουν τοὺς Ἐκκλησιαστικοὺς Ὕμνους τῆς Θείας Λατρείας μας, σὲ ἄριες ἀπὸ ὄπερες. Ἀφήνουμε τὸ τραγικὸ γεγονός, τῆς παρουσίας ἁρμονίων ἢ ἄλλων ὀργάνων ἢ ἐπὶ τὸ «καλλιτεχνικότερον», ἠλεκτρονικῶν ἰσοκρατῶν, μὲ τὰ ὁποῖα γενικά, μπασταρδεύεται ἡ Παράδοση καὶ γενικώτερα ἡ ἴδια ἡ Ἀκολουθία.

Ἄλλοι πάλι, ἀνεβάζουν γυναῖκες πάνω στὰ ἀναλόγια, καταστρατηγώντας τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἀποδοκιμάζουν τέτοιες ἐνέργειες.

Ἄλλοι πάλι, μὴ γνωρίζοντας τὴν ἴδια τὴ φωνή τους, ἀρχίζουν νὰ ψάλλουν τὰ διάφορα μαθήματα, σὲ βάσεις ἀνεπίτρεπτες γι’ αὐτούς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ξελαρυγγιάζονται, προσπαθώντας νὰ ψάλλουν κάποια ψιλὴ θέση τοῦ Μέλους, προκαλώντας ταυτόχρονα, τὴ θυμηδία καὶ τὸν οἶκτο τοῦ ἐκκλησιάσματος.

Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ὅταν ψάλλουν, χορεύουν πάνω στὸ Ἀναλόγιο, κουνώντας ἀνεπίτρεπτα τὰ χέρια, τὸ κεφάλι, ὅλο τὸ σῶμα ἢ κτυπώντας τὰ πόδια τοὺς «ἐν εἴδει ταμπούρλου», προκειμένου νὰ κρατήσουν τὸ χρόνο, ἀγνοοῦντες τὴν ἐπιτίμηση τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος μὲ ἱερὴ ἀγανάκτηση, λέει: «Ἄθλιε καὶ ταλαίπωρε, δέον σὲ δεδοικότα καὶ τρέμοντα, τὴν Ἀγγελικὴν Δοξολογίαν ἐκπέμπειν, φόβῳ τε καὶ τρόμῳ, τὴν ἐξομολόγησιν τῷ Κτίστῃ ποιεῖσθαι καὶ διὰ ταύτης, συγγνώμην τῶν πταισμάτων αἰτεῖσθαι, σῦ δὲ τὰ μίμων καὶ ὀρχηστῶν ἐνταύθα παράγεις, ἀτάκτως μὲν τὰς χεῖρας ἐπανατείνων καὶ τοῖς ποσὶν ἐφαλλόμενος καὶ ὅλῳ περικλώμενος τῷ σώματι».

Τέλος, ὑπάρχουν πολλοί, καὶ δυστυχῶς ἀρκετοί, ἀπὸ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ὅπως εἴπαμε, νομίζουν ὅτι εἶναι μεγάλοι Ψάλτες ἢ μοναδικοὶ στὸ εἶδος τους, οἱ ὁποῖοι ΔΕΝ γνωρίζουν, τί πάει νὰ πεῖ χρόνος ἑνὸς μαθήματος ἢ χρονικὴ ἀγωγή. Ἀρχίζουν νὰ ψάλλουν ἕνα μάθημα, καὶ μέχρι νὰ τὸ τελειώσουν, ἔχουν «ἀλλάξει τὰ φῶτα», σ’ αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζεται, σὰν «ἡ ὀμορφιὰ τοῦ Μέλους». Τὸν χρόνο.

Ἄσχετα, ὅμως, μὲ ὅλ’ αὐτά, τὸ συμπέρασμα ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἕνα: Οἱ Ἱεροψάλτες, εἶναι ἀναπόσπαστα Μέλη τῆς Θείας Λατρείας μας, καὶ ἄμεσοι συνεργάτες τῶν Κληρικῶν, καὶ τὸ ἔργο τους, εἶναι ἱερό, σοβαρό, ὑπεύθυνο, καὶ ἀποτελεῖ παράδειγμα πρὸς μίμηση, γιὰ τὸ Ἐκκλησίασμα.

Ἀλλὰ ἃς ἔλθουμε τώρα στὴ στάση τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας, ἀπέναντι σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους.

Γιὰ τοὺς Ταγοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Ἱεροψάλτες δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ μία τάξη ἠλίθιων ρομαντικῶν ἰδεολόγων, οἱ ὁποῖοι χάριν τοῦ πάθους ποὺ ἔχουν γιὰ τὴ Βυζαντινὴ Μουσικὴ καὶ τὸ ψάλσιμο, τοὺς βοηθᾶνε νὰ γεμίζουν τὶς τσέπες τους καὶ τὰ παγκάρια τῶν Ἱερῶν Ναῶν. Αὐτὸ τὸ λέμε, διότι τὸ ἀκούσαμε μὲ τὰ ἴδια μας τ’ αὐτιά. Καμία μέριμνα γιὰ τὸν Κλάδο.

Καμία μέριμνα γιὰ τὴν Μουσική, μὲ τὴν ὁποίαν ἀποδίδονται οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ Ὕμνοι.

Καμία μέριμνα γιὰ τὸ μέλλον. Καθημερινῶς, βλέπουμε νὰ φθίνουν τὰ Ἱερὰ Ἀναλόγια, καὶ ἡ ἐπάνδρωσή τους, ἀποτελεῖ πρόβλημα, γιὰ πολλὲς περιοχὲς τῆς Χώρας. Ἄλλοτε, βλέπαμε πλῆθος παιδιῶν, νὰ πλαισιώνουν τοὺς Ψάλτες κάθε Ἐκκλησίας. Τώρα, ἢ μᾶλλον σὲ μερικὰ χρόνια, ἐὰν δὲν δραστηριοποιηθοῦν οἱ ἰθύνοντες, θὰ ψάχνουν μὲ τὸ φανάρι τοῦ Διογένη, γιὰ νὰ βροῦν ἕναν ἄνθρωπο, νὰ τοὺς βοηθήσει στὶς Ἀκολουθίες.

Πρέπει νὰ ρυθμίσουν τὸ θέμα τῶν ἀμοιβῶν καὶ τῆς ἀσφάλισης τοῦ Ψάλτη. Ὅταν θέλουν νὰ φτιάξουν Ναούς, Τέμπλα, μάρμαρα, ἁγιογραφίες ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, βρίσκουν χρήματα ἢ δανείζονται. Γιὰ νὰ κάνουν αὔξηση 10-20 Εὐρὼ στοὺς Ψάλτες, πρέπει νὰ γίνει Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.

Νὰ φροντίσουν – καὶ μόνον ἐὰν τὸ θελήσουν θὰ γίνει – νὰ ἐνταχθοῦν οἱ Ἱεροψάλτες, στοὺς Δημοσίους Ὑπαλλήλους.

Νὰ ἀγκαλιάσουν τὴ Βυζαντινὴ Μουσική, καὶ ἀφοῦ φροντίσουν νὰ τὴν κρατήσουν πεντακάθαρη καὶ ἁγνή, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ Πατέρες μας, μακριὰ ἀπὸ κάθε εἴδους αἱρετικὲς προσμήξεις καὶ ἄλλες διαφόρων τύπων θεωρίες ἢ ἐφευρέσεις, νὰ παραχωρήσουν ἀρκετὲς ἐκπομπὲς στὰ Ραδιόφωνα τῆς Ἐκκλησίας γι’ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀπαιτήσουν ἀπὸ τὰ δημόσια καὶ ἰδιωτικὰ μέσα ἐνημέρωσης, νὰ μεταδίδουν πιὸ τακτικὰ προγράμματα, μὲ Βυζαντινοὺς Ἐκκλησιαστικοὺς Ὕμνους καὶ Δημοτικὰ Τραγούδια.

Νὰ φροντίσουν νὰ εἰσαχθεῖ στὴ Μέση Ἐκπαίδευση, ἡ Βυζαντινὴ Μουσική, ἀντὶ τῆς Εὐρωπαϊκῆς ποὺ ὑπάρχει τώρα, ὁπότε τὰ Ἑλληνόπουλα, θὰ μαθαίνουν ἀπὸ τὰ μικρά τους χρόνια, νὰ ψάλλουν καὶ νὰ τραγουδοῦν, μὲ τὴ Μουσικὴ τῆς Πατρίδας τους, καὶ ὄχι μὲ μιὰ ξένη.

Νὰ φροντίσουν νὰ διαχωριστοῦν οἱ σπουδὲς τῆς Βυζαντινῆς ἀπὸ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Μουσικὴ στὰ Ὠδεῖα. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, μεταξύ των ὁποίων καὶ ἡ μετριότητά μου, οἱ ὁποῖοι παθαίνουν ἀναφυλαξία, ὅταν δοῦν πεντάγραμμη παρτιτούρα καὶ μάλιστα, πάνω στὰ Ἀναλόγια.

Ἕνας, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ μάθει νὰ ψέλνει, δὲν χρειάζεται ἁρμονίες καὶ σολφέζ. Ἀφήνουμε τὸ γεγονός, ὅτι παλαιότερα, ἀπαιτοῦσαν καὶ 3 χρόνια πιάνο. Αὐτὰ μπορεῖ νὰ τὰ μάθει ἐὰν θέλει, καὶ ἀργότερα.

Ἃς μάθει πρῶτα τὴ δουλειὰ τοῦ Ἀναλογίου, δηλαδὴ νὰ μπορεῖ νὰ ἀνεβαίνει πάνω σ’ αὐτὸ καὶ νὰ ψάλλει κάτι σωστὰ καὶ στὴν θέση του καὶ ἃς τοῦ λείπουν τὰ πεντάγραμμα.

Αὐτὲς λοιπόν, εἶναι κατὰ τὴν ταπεινή μας πάντοτε γνώμη, μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες θὰ πρέπει νὰ δρομολογηθοῦν ἀπὸ τὴν Ἐπίσημη Ἐκκλησία, προκειμένου νὰ βελτιωθοῦν οἱ σχέσεις της μὲ τοὺς Ἱεροψάλτες.

Τότε μόνο – καὶ αὐτὸ τὸ πιστεύουμε ἀκράδαντα – θὰ ὑπάρξει προσέλευση νέων στὰ Ἱερὰ Ἀναλόγια, οἱ ὁποῖοι σιγά-σιγά, θὰ ἀντικαταστήσουν ὅλους ἐμᾶς, πάνω σ’ αὐτά.




Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Ὁ Δεκάλογος τοῦ Ἱεροψάλτου

Ὁ Δεκάλογος τοῦ Ἱεροψάλτου



α) Νὰ στέκεται κατὰ τὴν ὥρα τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν σὲ στάση ΗΓΕΜΟΝΙΚΩΣ ΤΑΠΕΙΝΗ χωρὶς περιττὲς κινήσεις, μορφασμούς, κ.λπ.

β) Νὰ φορᾷ πάντοτε τὸ ἱερὸ ράσσο καὶ νὰ προσπαθεῖ καὶ οἱ βοηθοί του νὰ εἶναι ρασοφορεμένοι. Προσδίδει ἱεροπρέπεια.

γ) Νὰ ψάλλῃ πάντοτε μέσα ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς μας, σύμφωνα μὲ τὸν κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου «ἀπὸ διφθέρας ψάλλειν».

δ) Νὰ ψάλλῃ πάντα τὸ ἴδιο εἴτε εἶναι μόνος του στὴν Ἐκκλησία εἴτε ὑπάρχει πλῆρες ἐκκλησίασμα, γιατὶ σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις τὸν πανταχοῦ παρόντα Θεὸ ὑμνεῖ.

ε) Νὰ συνδυάζει τὸν τρόπο τῆς ψαλμωδίας μὲ τὸ νόημα τοῦ ὕμνου π.χ. ἀλλιῶς ἐκφράζεται διατονικὸς ἦχος τῆς Μ. Πέμπτης καὶ ἀλλιῶς διατονικὸς ἦχος τοῦ Πάσχα. Πρέπει, δηλαδὴ, νὰ ψάλλῃ «χρωματισμένα καὶ ὄχι ἄσπρα».

στ) Νὰ σέβεται τοὺς Λειτουργοὺς Ἱερεῖς καὶ τοὺς συναδέλφους καὶ νὰ συνεργάζεται ἁρμονικὰ μαζί τους.

ζ) Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ περιβάλλεται τὸ ἱερὸ ράσσο καὶ ἀρχίζει νὰ ἐκτελεῖ τὰ ἱερά του καθήκοντα πρέπει «πᾶσαν τὴν βιωτικὴν μέριμναν» νὰ ἀποχωρίζεται.

η) Νὰ ἀπαγγέλλῃ τὰ ἀναγνώσματα καὶ νὰ ψάλλῃ τὰ μέλη εὐάρθρως καὶ ἐννοιολογικὰ ὥστε οἱ πιστοὶ νὰ κατανοοῦν καὶ νὰ συμμετέχουν.

θ) Νὰ γνωρίζῃ ὅτι κάθε ὑπερβολὴ κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ψάλλειν βλάπτει ἀνεπανόρθωτα.

ι) Νὰ συμμετέχει στὰ διαδραματιζόμενα τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν ἴνα μὴ ἐπαληθεύεται τὸ τροπάριον: «Πολλάκις τὴν ὑμνῳδίαν ἐκτελῶν, εὑρέθην τὴν ἁμαρτίαν ἐκπληρῶν, τῇ μὲν γλώττῃ ᾄσματα φθεγγόμενος, τῇ δὲ ψυχῇ ἄτοπα λογιζόμενος»

Τέλος, ὁ Ἱεροψάλτης ὡς κατώτερος κληρικὸς πρέπει νὰ συμπεριφέρεται ἀνάλογα. Ἡ μορφή του γενικά (ἐνδυμασία, κώμη κ.ἄ.), πρέπει νὰ “δείχνουν” πάντα τὸ ὑπούργημά του. Εἶναι κατ’ ἐξοχὴν καὶ καθ’ ὑπεροχὴν “Ἀνὴρ Ἐκκλησιαστικός”. Καὶ γιὰ νὰ ἐπιτύχῃ στὸ ἔργο του πρέπει νὰ διάγῃ βίο ἐνάρετο, «ἐν μελέτῃ, ἐν ἀκοῇ, ἐν πίστει, ἐν νηστείᾳ, ἐν ὑπομονῇ καὶ ὑπακοῇ».


Πηγή: ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἱεροψάλτου κ. Ἰωάννου Χ. Δαμαρλάκη: «Τὸ ἄγραφο Τυπικὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας» (1993)