Ἀπάντηση ἀπό τόν οὐρανό
Παντελεήμονος, Μητροπολίτου Χίου.
- Δέν βαριέσαι, καϋμένε παπα-Μιχάλη, ἐδῶ εἶναι ἡ κόλαση, ἐδῶ εἶναι καί ὁ παράδεισος. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι λόγια, εἶπε ἕνας ἀπό τήν παρέα.
Ὁ παπα-Μιχάλης στενοχωρήθηκε.
- Μή λές, καπετάνιε μου, τέτοιες κουβέντες. Ἀλλοίμονο στόν κόσμο, ἄν ἔχανε κι αὐτη τήν ἐλπίδα. Ἐγώ τουλάχιστον, ἀφ’ ὅτου ἡ Κωνσταντία μου πέταξε σάν πουλάκι ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, μ’ αὐτήν τήν ἐλπίδα ζῶ: ὅτι ζῆ στούς οὐρανούς. Εἶχε τόσο ὡραῖα, τόσο λεπτή ψυχή!
Καί τόν ἐπῆρε τόση συγκίνηση, πού ἔβγαλε τό μαντήλι κι ἄρχισε νά κλαίῃ. Συγκινήθηκαν κι ὅλοι οἱ ἄλλοι.
- Συζητοῦμε ἁπλῶς, παπα-Μιχάλη. Μή τά παίρνεις καί ὅλα τοῖς μετρητοῖς.
Ἐν τῶ μεταξύ ἔφτασε τό μεσημέρι καί τράβηξαν ὅλοι γιά τά σπίτια τους. Ὁ παπᾶς δεν ἔβαλε τίποτε στό στόμα του. Ἐπῆγε ἀμέσως καί ξάπλωσε στό κρεβάτι του. Καί τον ἐπῆρε ἕνας ὕπνος γλυκός καί ἥρεμος. Τί εὐτυχία, πού τόν βρῆκε!
Ἔβλεπε ὅτι ἀνέβαινε πρός τό κοιμητήριο. Ὅταν ἐζύγωσε, ρίγη πέρασαν τό κορμί του! Ἀνάμεσα στά λουλούδια τοῦ τάφου της, εἶδε τήν κόρη του! Φοροῦσε ἕνα ὁλάσπρο φόρεμα κι ἔλαμπε τό πρόσωπό της.
- Παιδί μου, παιδί μου, πῶς περνᾶς;
Ἐκείνη χαμογέλασε στοργικά καί εἶπε:
- Ἄ! Εἶμαι πολύ καλά, πατέρα μου. Περνῶ πολύ καλά. Τά δῶρα σου, ὅσα μοῦ ἔστειλες ὡς σήμερα, ὅλα τά ἔλαβα. Σε εὐχαριστῶ πολύ. Ἔλαβα καί τό ψάρι, πού μοῦ ἔστειλε ὁ θεῖος ὁ Κωστῆς. Εὐχαρίστησέ τον ἐκ μέρους μου.
- Σέ καλό σου, παπᾶ, τέτοια ὥρα!
Κι ὁ παπᾶς τόν ἐρώτησε:
- Γιά πές μου, βρέ Κωστῆ, ἔκανες τίποτα σύ γιά τήν Κωνσταντία, τήν κόρη μου;
Ὁ καπετάνιος τόν κύτταξε περίεργα καί τοῦ εἶπε:
- Ὄχι, δέν θυμᾶμαι τίποτε. Γιατί, τι τρέχει;
Ὁ παπᾶς μέ βουρκωμένα τά μάτια τοῦ διηγήθηκε τό ὄνειρο.
- Ἡ Κωνσταντία μοῦ εἶπε νἀρθῶ νά σέ εὐχαριστήσω γιά τό ψάρι, πού τῆς ἔστειλες.
Ἐκεῖνος ἄρχισε νά σταυροκοπιέται ἀνατριχιασμένος.
- Ὦ Χριστέ μου! Ὦ Παναγιά μου! Τι θαῦμα εἶναι τοῦτο! Τώρα θυμᾶμαι καλά. Ὅταν γύρισα στό σπίτι ἀπό τήν κηδεία τῆς Κωνσταντίας, εὑρῆκα ἕνα τακτικό ψαρά, πού μοὔ φερνε πάντα ψάρια. Εἶχε φέρει μιά συναγρίδα μεγάλη. Μά ἐγώ δεν εἶχα καμμιά ὄρεξη γιά φαϊ, καί τοῦ εἶπα: «Δέν θέλω τίποτα, βρέ παιδί μου, σήμερα». Τό παλληκάρι κίνησε νά φύγῃ. Μά, μετάνιωσα καί τοῦ φώναξα πάλι: «Ἔλα 'δῶ. Πόσο κάνει τό ψάρι;» Μοῦ εἶπε τήν τιμή. Κι ἐγώ ἔβγαλα καί τό πλήρωσα. Καί τοῦ εἶπα: «Δός το σ' ἕνα φτωχό σπίτι νά φᾶνε γιά συχώριο τῆς Κωνσταντίας».
Κι ὁ ἁπλοϊκός καπετάνιος ἄρχισε πάλι νά σταυροκοπιέται καί νά ἐπαναλαμβάνῃ:
- Ὦ Χριστέ μου! Ὦ Παναγιά μου! Τι θαῦμα εἶναι αὐτό!
Ὁ παπᾶς ἄρχισε κι ἐκεῖνος νά κλαίῃ. Ἔπειτα, μαζί καί οἱ δύο βρήκαν τήν παρέα καί τούς διηγήθηκαν ὅλο τό περιστατικό. Κοιτάχθηκαν ὅλοι μεταξύ τους. Κι ἕνας εἶπε σ’ αὐτόν πού δέν ἤθελε νά πιστέψῃ στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς:
- Τήν ἀπάντηση τήν πήρες ἀπό τόν οὐρανό. Τί λες τώρα; Ἐκεῖνος ἔσκυψε τό κεφάλι καί ἔκανε τόν σταυρό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.