Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Πατέρα, συγχώρεσέ με !

Πατέρα, συγχώρεσέ με !



Λόγος εις την παραβολή του Ασώτου Υιού


Είχε πέσει στ’ αλήθεια πολύ χαμηλά. Είχε αμαρτήσει βαριά. Είχε προδώσει την εμπιστοσύνη και την αγάπη του Πατέρα. Είχε ξεστρατίσει σε άτακτη ζωή. Να ο γκρεμός,  η τελική καταστροφή έχασκε μπροστά του.

Αλλά πώς να γυρίσει πίσω;

Αυτός με τόση αυτοπεποίθηση, όσο και αυθάδεια, είχε απαιτήσει: «πάτερ, δός μοι τό πιβάλλον μέρος τς οσίας»! Πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει! Κι όταν ο φιλόστοργος πατέρας του «διελε», μοίρασε σ’ αυτόν και τον αδελφό του «τόν βίον», την περιουσία, αυτός άρπαξε το μερίδιό του και αμέσως «πεδήμησεν ες χώραν μακράν». Ταξίδεψε σε μακρινή χώρα. Με τι πρόσωπο ν’ αντικρίσει τώρα το πατρικό βλέμμα;

Αλλά ήταν και οι φίλοι του, με τους οποίους «διεσκόρπισε τήν οσίαν ατο ζν σώτως». Διασκόρπισε την περιουσία του ζώντας βίο άσωτο. Δε θα τον ειρωνεύονταν, αν τον έβλεπαν ν’ αλλάζει γνώμη;

Ήταν κι εκείνος ο μεγάλος του αδελφός, ο οποίος είχε μείνει στο σπίτι· άψογος, τυπικός απέναντι στον Πατέρα. Τι θα έλεγε, όταν τον έβλεπε να επιστρέφει;

Ποια δικαιολογία, άραγε, θα μπορούσε να επιστρατεύσει, τι πρόσχημα να βρει, για να γυρίσει πίσω, να ξεφύγει επιτέλους από την αθλιότητα εκείνη, όπου είχε καταντήσει;
Αλλά, όχι. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να επιστρέψει. Χωρίς δικαιολογίες και προσχήματα. Τώρα, που ήρθε στα συγκαλά του, πήρε αμετάκλητα και την απόφασή του. Θα επιστρέψει έτσι όπως είναι. Αποτυχημένος, άθλιος, αξιοθρήνητος και ταπεινωμένος. Θα προβάλλει ένα και μόνο επιχείρημα. Τη μετάνοιά του. Θα πει:

- «Πάτερ, μαρτον»! Έκανα σφάλμα μεγάλο, που αποστάτησα από σένα! Αμάρτησα βαριά! «μαρτον ες τόν ορανόν», λύπησα τον ουράνιο κόσμο, που μπροστά του διέπραξα κακό. «μαρτον… καί νώπιόν σου»! Σε πότισα φαρμάκι, σε πρόσβαλα, σπίλωσα το όνομά σου! «Πάτερ, μαρτον»!

«Οκέτι εμί ξιος κληθναι υός σου», δεν το αξίζω πια να ονομασθώ γιος σου! Ούτε ζητώ κάτι τέτοιο. Απλώς, σε παρακαλώ να ευδοκήσεις και να με δεχθείς «ς να τν μισθίων σου», σαν έναν από τους μισθωτούς σου. Να βρίσκομαι στη δούλεψή σου και να εξασφαλίζω ένα κομμάτι ψωμί μόνο. Και πάνω απ’ όλα τη γαλήνη, την εμπιστοσύνη, την αγάπη που βασιλεύουν εδώ μέσα…

Το είπε και το έκανε. «ναστάς λθε πρός τόν πατέρα ατο». Σηκώθηκε και ήλθε στον πατέρα του.

Ασφαλώς, στο δρόμο η καρδιά του γοργοκτυπούσε από αγωνία. Ήταν τόσο δύσκολο το εγχείρημά του. Ταπεινωμένος, συντετριμμένος, εξουθενωμένος, βάδιζε βυθισμένος στις σκέψεις του, κρατώντας γερά ως οδηγό του και σωσίβιο, τον εξομολογητικό λόγο: «Πάτερ, μαρτον».

Αλλά, τι βλέπει; Όνειρο μήπως; Ο πατέρας του τον διέκρινε από μακριά και τρέχει προς το μέρος του για να τον συναντήσει, να τον υποδεχθεί θερμά. Έρχεται, πέφτει γεμάτος πόνο και πόθο και ευσπλαχνία «πί τόν τράχηλον αυτο» και τον «καταφιλε», τον πνίγει με ασπασμούς πατρικής αγάπης!

Ο άσωτος γιος, όμως, δε χάνει τα λόγια του, ούτε ξεθαρρεύει. Με το κεφάλι σκυμμένο από ντροπή, με δάκρυα καυτά στα μάτια, κράζει σπαραχτικά και ομολογεί: «Πάτερ μαρτον ες τόν ορανόν καί νώπιόν σου»! Είμαι ένοχος, άσωτος, αποστάτης! Είμαι ανάξιος, να λέγομαι γιος σου! Πατέρα μου, συγχώρεσέ με!…

Ο πατέρας δε δίνει απόκριση άλλη από εκείνη, που ήδη έμπρακτα είχε δώσει. Γυρίζει μόνο «πρός τούς δούλους ατο» και με φωνή που τη ραγίζει λυγμός χαράς, τους παραγγέλνει:

- «Φέρετε γρήγορα «τήν στολήν τήν πρώτην καί νδύσατε ατόν»! Θέλω να πάρει καινούργια όψη το παιδί μου! Ακόμη, «δότε δακτύλιον ες τήν χερα ατο», να φαίνεται ότι είναι άρχοντας εδώ μέσα! Και «ποδήματα ες τούς πόδας» να του βάλετε! Και «τόν μόσχον τόν σιτευτόν», το θρεφτάρι μας, που το φυλάγουμε για τις μεγάλες γιορτές, τώρα να το σφάξετε και να στρώσετε τραπέζι, για να «εφρανθμεν»!

Ποια άλλη μέρα θα βρεθεί πιο γιορτινή απ’ αυτή; Ο γιος μου, «νεκρός ν καί νέζησε»! «πολωλώς ν καί ερέθη»! Ήταν πεθαμένος και ξαναζωντάνεψε και χαμένος και βρέθηκε».

Θα μπορούσε ο άσωτος να βρει πολλές δικαιολογίες, να προσκομίσει πολλά ελαφρυντικά. Θα μπορούσε να πει:

- «Πατέρα, λάθος έγινε. Ήταν η κακιά ώρα, οι φίλοι που με παρέσυραν, η δύσκολη ηλικία… ήρθαν και αλλεπάλληλες οι αναποδιές… ποιος μπορεί να προβλέψει ένα λιμό; Ατύχησα…»

Αλλά, όχι. Ο άσωτος είχε το θάρρος και την τιμιότητα να αναλάβει τις ευθύνες του, να ομολογήσει ξεκάθαρα την ενοχή του, να αντιμετωπίσει κατάματα την πραγματικότητα και τις όποιες συνέπειες των πράξεων του. Είχε τον ηρωισμό να κλάψει, να μετανοήσει, να ταπεινωθεί, να πει το «μαρτον».

Κι έτσι, σώθηκε. Γιατί είχε διαλέξει το σωστό δρόμο. Το μονό δρόμο του λυτρωμού.

Πολλοί νέοι, σήμερα, μπροστά σε κάποιες πτώσεις τους τα χάνουν. Ή απελπίζονται ή προσπαθούν να ξεφύγουν και να ξεχάσουν ή επιστρατεύουν δικαιολογίες και επεξηγήσεις, για να κατοχυρωθούν. Όμως, όλοι αυτοί οι τρόποι - διέξοδοι φυγής - ψευτοβολεύουν και μπαλώνουν τις καταστάσεις. Δε γιατρεύουν, δεν εξιλεώνουν την ψυχή.

Μία είναι η σωστή αντιμετώπιση της ενοχής. Η τίμια αποδοχή της. Και στη συνέχεια η κατανυκτική μετάνοια, η συντριβή, η Εξομολόγηση, η επανόρθωση, η επιστροφή.

«Πάτερ, ήμαρτον»! Έφταιξα, Θεέ μου! Πέφτω στα γόνατα και Σου ζητώ συγγνώμη! Επικαλούμαι ταπεινά το άπειρο έλεός Σου! «Ήμαρτον»!

Όλη η ευθύνη είναι δική μου. Κανείς άλλος δε φταίει. Εγώ προκάλεσα το τραύμα που με βασανίζει, εγώ δημιούργησα την πληγή. Δική μου η ενοχή.

Δε μου φταίξανε οι συνάνθρωποί μου, οι καταστάσεις, ο διάβολος… Εγώ θέλησα και διέπραξα την αμαρτία. Εγώ φταίω. Και δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία. «Πάτερ, ήμαρτον»!…

Ω! Μόλις αρθρώσουμε την ευλογημένη αυτή φράση, όλα μεταμορφώνονται, επανορθώνονται, τακτοποιούνται. Θεία χάρη και έλεος φωτίζει την ψυχή. Μας ανακουφίζει. Ενθουσιασμός ιερός μας συνεπαίρνει, να επανορθώσουμε κάθε παλιά εκτροπή, ζημιά, αδικία… να κερδίσουμε το χαμένο δρόμο, το χαμένο χρόνο…

Κι ο στοργικός Πατέρας μας ακούγεται ν’ απαντά:

- «νδύσατε ατόν τήν στολήν τήν πρώτην»! « υός μου οτος… νέζησε»! Ξαναβρήκε τη ζωή!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.