Ὑπάρχει Θεός ;
Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς στὸν ταχυδρόμο Ἠλία Κ. γιὰ τὴν ἀπόδειξη τοῦ Ὄντος τοῦ Θεοῦ.
Ἕνας φίλος σας, σᾶς λέει ἀσταμάτητα ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός! Αὐτὸ σᾶς βασανίζει σὰν μαστίγωμα. Μάχεστε γιὰ τὴν ψυχὴ σας καὶ τὴ ζωὴ σας. Καλὰ καταλάβατε: ἐὰν δὲν ὑπάρχει ζωντανὸς καὶ παντοδύναμος Θεός, δυνατότερος ἀπὸ τὸν θάνατο, τότε ὁ θάνατος εἶναι ὁ μόνος παντοδύναμος θεός. Τότε ὅλα τὰ ζωντανὰ πλάσματα στὸν κόσμο εἶναι παιχνιδάκια στὰ πόδια τοῦ παντοδύναμου θανάτου, σὰν μικρὸς ποντικὸς στὰ πόδια πεινασμένης γάτας.
Μιὰ φορὰ ἀναστατωμένος εἴπατε στὸν κακομοίρη φίλο σας: «Ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ἐσὺ δὲν ὑπάρχεις»! Καὶ δὲν κάνατε λάθος. Ἀφοῦ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι χωρίζονται ἀπὸ τὸν αἰώνιο Ζωοδόχο σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, θὰ εἶναι χωρισμένοι καὶ στὸν ἄλλον. Καὶ ἔτσι οὔτε ἐδῶ οὔτε ἐκεῖ δὲν θὰ ξέρουν γιὰ τὸν θαυμαστὸ Δημιουργὸ ὅλων τῶν πλασμάτων. Ἀλλὰ ὁ χωρισμὸς ἀπὸ Ἐκεῖνον εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸ νὰ μὴν ὑπάρχει.
Στὴ θέση σας ἐγὼ θὰ τοῦ ἔλεγα ἀκόμα καὶ τὸ ἑξῆς:
Λανθασμένα λές, φίλε, ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἐνῶ ὀρθὰ θὰ λὲς ἐὰν πεῖς: «Δὲν ἔχω Θεό». Ἀφοῦ ἐσὺ ἀπὸ μόνος σου βλέπεις, ὅτι οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι γύρω σου Τὸν αἰσθάνονται, γι’ αὐτὸ καὶ σοῦ λένε ὅτι ὑπάρχει Θεός. Λοιπόν, δὲν εἶναι ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁ Θεὸς ἀλλὰ ἐσὺ δὲν Τὸν ἔχεις.
Μιλᾶς λανθανσμένα, ὅπως ὁ ἄῤῥωστος ποὺ θὰ ἔλεγε ὅτι δὲν ὑπάρχει ὑγεία στὸν κόσμο. Αὐτὸς μπορεῖ μόνο νὰ πεῖ δίχως νὰ ψεύδεται: «Ἐγὼ δὲν εἶμαι ὑγιής», ἐνῶ θὰ ψευδόταν ἄν ἔλεγε: «Δὲν ὑπάρχει γενικῶς ὑγεία στὸν κόσμο».
Μιλᾶς λανθασμένα, ὅπως καὶ ὁ τυφλὸς ποὺ θὰ ἔλεγε ὅτι δὲν ὑπάρχει φῶς στὸν κόσμο. Ὑπάρχει φῶς, ὅλος ὁ κόσμος εἶναι γεμάτος ἀπὸ φῶς, ἀλλὰ αὐτός, ὁ κακόμοιρος τυφλός, δὲν ἔχει φῶς. Ἐὰν θὰ ἤθελε νὰ μιλήσει σωστά, τὸ μόνο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ εἶναι: «Ἐγὼ δὲν ἔχω φῶς».
Μιλᾶς λανθασμένα, σὰν τὸν ζητιάνο ποὺ θὰ ἔλεγε ὅτι δὲν ὑπάρχει χρυσὸς στὸν κόσμο. Ὑπάρχει ὁ χρυσὸς στὴ γῆ καὶ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ. Ὅποιος λέει ὅτι δὲν ὑπάρχει χρυσὸς γενικῶς, λέει ψέματα. Θὰ ἐλεγε ἀλήθεια, ἐὰν ἔλεγε: «Ἐγὼ δὲν ἔχω χρυσό».
Μιλᾶς λανθασμένα, ὁπως καὶ ὁ κακοποιὸς ποὺ θὰ μᾶς ἔλεγε ὅτι δὲν ὑπάρχει καλοσύνη στὸν κόσμο. Σὲ ἐκεῖνον τὸν ἴδιο δὲν ὑπάρχει καλοσύνη, ὄχι στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ ἔκανε λάθος ἐὰν θὰ ἔλεγε: «Ἐγὼ δὲν ἔχω καλοσύνη».
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, γείτονά μου, λανθασμένα μιλᾶς ὅταν λὲς ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός! Ἀφοῦ εκεῖνο ποὺ ἐσὺ δὲν ἔχεις, δὲν σημαίνει πὼς δὲν τὸ ἔχουν καὶ οἱ ἄλλοι, οὔτε ὅτι δὲν ὑπάρχει γενικῶς. Ποιὸς σὲ ἐξουσιοδότησε νὰ μιλᾶς ἐν ὀνόματι ὁλόκληρου τοῦ κόσμου; Ποιὸς σοῦ ἔδωσε τὸ δικαίωμα, τὴν ἀῤῥώστια σου νὰ τὴν ἀποδίδεις σ’ ὅλους καὶ τὴν ἀνέχειά σου νὰ τὴν ἐπιβάλεις σ’ ὅλους;
Ἐὰν ὅμως ὁμολογήσεις καὶ πεῖς: «Δὲν ἔχω Θεό», τότε λὲς τὴν ἀλήθεια καὶ ἐκφράζεις τὴν ὁμολογία σου. Ἀφοῦ ὑπῆρχαν καὶ ὑπάρχουν ἐξαίρετοι ἄνθρωποι, ποὺ ὄντως δὲν ἔχουν Θεό. Ὅμως ὁ Θεὸς τοὺς ἔχει· τοὺς ἔχει ἕως τὴν τελευταία τους πνοή. Ἐὰν καὶ στὴν τελευταία τους πνοὴ δηλώσουν ὅτι δὲν ἔχουν τὸν Θεό, τότε καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ τοὺς ἔχει πιά. Καὶ τοὺς ἀπογράφει στὰ ἔξοδα.
Γι’ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ, φίλε μου, γιὰ τὴν ψυχὴ σου, γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἕνεκεν τῶν δακρύων καὶ πληγῶν τοῦ Χριστοῦ, σὲ παρακαλῶ, μεταμόρφωσε τὴν πεισματικὴ σου ἐξομολόγηση σὲ μετανοητικὴ ἐξομολόγηση. Καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἔπειτα ἀπ’ αὐτὸ πρέπει νὰ πράξεις, θὰ σοῦ τὰ πεῖ ἡ Ἐκκλησία· ρώτα!
Εἰρήνη καὶ εὐλογία ἀπὸ τὸν Κύριο
Πηγή: Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς «Δρόμος δίχως Θεὸ δὲν ἀντέχεται… Ἱεραποστολικὲς Ἐπιστολὲς Α΄», ἐκδόσεις Ἐν Πλῷ, Γ΄ ἔκδοση: Ἰούνιος 2009, σελίδα 300.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.