Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Το «θαύμα» του φακίρη και η Ευχή του Ιησού

Το «θαύμα» του φακίρη και η Ευχή του Ιησού



Ο αυτόπτης μάρτυς και αφηγητής του κατωτέρω περιστατικού, αρχιμανδρίτης Νικόλαος Ντρομπιάζγκιν, είναι ένας από τους πολλούς νεομάρτυρες κληρικούς της επαναστατικής περιόδου της Ρωσίας. Στην κοσμική του ζωή, είχε μια λαμπρή σταδιοδρομία σαν αντιπλοίαρχος του πολεμικού ναυτικού και παράλληλα αναμίχθηκε βαθιά μέσα στον αποκρυφισμό, εκδίδοντας το αποκρυφιστικό περιοδικό «Ρέμπους».

Μετά τη σωτηρία του από σχεδόν βέβαιο θάνατο στη θάλασσα, δια θαύματος του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ, πραγματοποίησε  προσκύνημα στο Σαρώφ και στη συνέχεια απαρνήθηκε την κοσμική του καριέρα και τους δεσμούς του με τον αποκρυφισμό και έγινε μοναχός. Χειροτονήθηκε Ιερεύς και υπηρέτησε   ως Ιεραπόστολος στην Κίνα, την Ινδία και το Θιβέτ, ως εφημέριος σε διαφόρους ναούς πρεσβειών και ως ηγούμενος μερικών μονών. Μετά το 1914, έζησε στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Στους νέους που τον επισκέπτονταν εκεί, μιλούσε συνεχώς για την επίδραση του αποκρυφισμού στα διαδραματιζόμενα, τότε, στην πολιτική σκηνή της Ρωσίας. 

Το φθινόπωρο του 1924, ένα μήνα αφού δέχθηκε την επίσκεψη κάποιου κυρίου ονόματι Τονχόλξ, συγγραφέως βιβλίου με τίτλο «Μαύρη Μαγεία», δολοφονήθηκε στο κελί του «από αγνώστους», με την φανερή ανοχή των Μπολσεβίκων. Το όργανο του εγκλήματος, ήταν ένα μαχαίρι με ειδική λαβή σε σχήμα συμβόλου αποκρυφιστικής σημασίας.

Το περιστατικό που μας αφηγείται εδώ ο  π. Νικόλαος, αποκαλύπτει την πραγματική φύση των πνευματιστικών φαινομένων που συναντά κανείς στις διάφορες ανατολικές θρησκείες. Έλαβε χώρα λίγο πριν από το 1900, κατεγράφη γύρω στο 1922, από τον ιατρό Α. Π. Τιμοφέγιεβιτς και δημοσιεύτηκε από τον ίδιο, σε ρωσικό περιοδικό της διασποράς («Ορθόδοξος Ζωή», 1956, αρ.1).



«Ένα θαυμάσιο τροπικό πρωινό, το πλοίο μας έσχιζε τα νερά του Ινδικού Ωκεανού, πλησιάζοντας τη νήσο Κεϋλάνη. Τα ζωηρά πρόσωπα των, κατά κύριο λόγο, Άγγλων επιβατών, που ταξίδευαν οικογενειακώς για υπηρεσία ή για δουλειές στην Ινδική αποικία τους, ήταν στραμμένα με λαχτάρα προς το βάθος του ορίζοντα, αναζητώντας με τη ματιά, το μαγεμένο νησί, που σχεδόν για όλους ήταν συνδεδεμένο, από  τα παιδικά χρόνια, με τις τόσες ενδιαφέρουσες και μυστηριώδεις ιστορίες και περιγραφές των περιηγητών.

Το νησί, μόλις που διακρινόταν ακόμη. Με κάθε καινούργια πνοή του ανέμου, μια λεπτή, μεθυστική ευωδία από δάση, άρχισε να τυλίγει όλο και περισσότερο το πλοίο. Τελικά, μια μακρόστενη μπλε σιλουέτα φάνηκε ξαπλωμένη στον ορίζοντα. Οι διαστάσεις της μεγάλωναν διαρκώς, καθώς το πλοίο πλησίαζε γοργά. Ήδη μπορούσε κανείς να διακρίνει τα διάσπαρτα στην παραλία κτίρια, θαμμένα μέσα στο πράσινο των μεγαλοπρεπών φοινίκων και το πολύχρωμο πλήθος των εντοπίων, που περίμεναν  την άφιξη του πλοίου.

Κατά το ταξίδι, οι επιβάτες είχαν γνωριστεί μεταξύ τους πολύ γρήγορα. Πάνω στο κατάστρωμα, γελούσαν και μιλούσαν ζωηρά, θαυμάζοντας την καταπληκτική θέα του παραμυθένιου νησιού που ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια τους. Το πλοίο, έκανε μερικούς αργούς ελιγμούς, καθώς ετοιμαζόταν να αράξει στο μουράγιο του λιμανιού του Κολόμπο.

Εδώ το πλοίο έπρεπε να σταθμεύσει, για να ανεφοδιαστεί με κάρβουνο και οι επιβάτες είχαν αρκετό χρόνο για να βγουν στην παραλία. Η ήμερα ήταν τόσο ζεστή, που πολλοί επιβάτες αποφάσισαν να μείνουν στο πλοίο μέχρι το απόγευμα. Μια ευχάριστη δροσιά πήρε, τότε, τη θέση του καύσωνα της ημέρας.

Μια μικρή ομάδα από οκτώ άτομα, στην οποία προσκολλήθηκα και εγώ, διάλεξε, τότε, για ξεναγό της, τον συνταγματάρχη Έλιοτ, που είχε ζήσει παλιότερα στο Κολόμπο και γνώριζε καλά την πόλη και τα περίχωρα. Αυτός μας έκανε μια δελεαστική πρόταση: «Κυρίες και κύριοι! Θα θέλατε να πάμε λίγα μίλια έξω από την πόλη και να επισκεφθούμε έναν μάγο φακίρη της περιοχής; Ίσως έχουμε να δούμε κάτι ενδιαφέρον». Όλοι δεχθήκαμε την πρόταση του συνταγματάρχη με ενθουσιασμό.

Είχε κιόλας βραδιάσει, όταν αφήναμε πίσω μας τους θορυβώδεις δρόμους της πόλεως και παίρναμε έναν θαυμάσιο δρόμο που διέσχιζε την ζούγκλα. Δεξιά και αριστερά, παιχνίδιζαν οι λάμψεις εκατομμυρίων πυγολαμπίδων.

Προς το τέλος του ο δρόμος, φάρδαινε απότομα. Βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα μικρό ξέφωτο, περικυκλωμένο από ζούγκλα. Σε μια άκρη του, κάτω από ένα μεγάλο δένδρο, υπήρχε κάτι σαν καλύβα και δίπλα της σιγόκαιγε μια μικρή φωτιά. Ένας λεπτός, αποστεωμένος γέρος, με τουρμπάνι στο κεφάλι, καθόταν σταυροπόδι με το βλέμμα του ακίνητο και στραμμένο προς την φωτιά. Παρά τον θόρυβο της αφίξεώς μας, ο γέρος συνέχιζε να κάθεται τελείως ακίνητος, δίχως να μας δίνει την παραμικρή προσοχή.

Κάπου μέσα από το σκοτάδι, εμφανίστηκε ένας νεαρός και πηγαίνοντας κοντά στον συνταγματάρχη, τον ρώτησε κάτι χαμηλόφωνα. Σε λίγο, έβγαλε μερικά σκαμνιά και η ομάδα μας κάθισε σε ημικύκλιο κοντά στη φωτιά. Ένα λεπτός, αρωματικός καπνός υψώθηκε. Ο γέρος, καθόταν πάντα στην ίδια στάση δείχνοντας να μην προσέχει τίποτε. Το ισχνό φεγγάρι που ανέβαινε, έδιωχνε κάπως το σκοτάδι της νύχτας και στο χλωμό φως του, όλα τα πράγματα έπαιρναν παράξενα σχήματα. Όλοι σώπασαν άθελά τους και περίμεναν να δουν τι θα συμβεί.

«Κοιτάξτε! Κοιτάξτε εκεί στο δένδρο!», ψιθύρισε ταραγμένα η δεσποινίς Μαίρη. Όλοι στρέψαμε το κεφάλι προς την κατεύθυνση που έδειξε. Και πράγματι, ολόκληρη επιφάνεια της τεράστιας φυλλωσιάς το δένδρου, που κάτω του καθόταν ο φακίρης, ήταν σαν να κυμάτιζε ήρεμα μέσα στο απαλό  φεγγαρόφωτο, ενώ το ίδιο το δένδρο άρχισε βαθμιαία να διαλύεται και να χάνει το περίγραμμά του.

Κυριολεκτώντας, θα έλεγα ότι κάποιο αόρατο χέρι είχε ρίξει πάνω του ένα αέρινο κάλυμμα, που από στιγμή σε στιγμή, γινόταν όλο και πυκνότερο. Πολύ σύντομα, εμφανίστηκε ολοκάθαρα μπροστά στο έκπληκτο βλέμμα μας, η κυματιστή επιφάνεια της θάλασσας. Μ’ ένα ελαφρό βουητό, το ένα κύμα ερχόταν πίσω από το άλλο, σχηματίζοντας λευκούς αφρούς. Ανάλαφρα σύννεφα πετούσαν σ’ έναν ουρανό που είχε γίνει γαλανός. Θαμπωμένοι, δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε το βλέμμα μας από αυτή την καταπληκτική εικόνα.

Και, τότε, φάνηκε μακριά ένα άσπρο πλοίο. Παχύς καπνός ξεχύνονταν από τις δύο μεγάλες καμινάδες του. Μας πλησίαζε γοργά, σχίζοντας τα νερά. Με μεγάλη κατάπληξη, αναγνωρίσαμε το πλοίο μας· αυτό  που μας έφερε στο Κολόμπο! Ένας ψίθυρος διαπέρασε απ’ άκρου εις άκρην το υπαίθριο θεωρείο μας, όταν διαβάσαμε στην πρύμνη, με χρυσά ανάγλυφα γράμματα, το όνομα του πλοίου μας: «Λουΐζα». Εκείνο, όμως, που μας κατέπληξε περισσότερο από όλα, ήταν αυτό που είδαμε πάνω στο πλοίο: εμάς τους ίδιους!

Ας μη ξεχνάμε, ότι τον καιρό που συνέβησαν όλα αυτά, ο κινηματογράφος δεν είχε καν επινοηθεί και ήταν αδύνατο ακόμη και να συλλάβει κανείς κάτι παρόμοιο. Ο καθένας από μας, έβλεπε τον εαυτό του στο κατάστρωμα του πλοίου, ανάμεσα σε ανθρώπους που γελούσαν και συζητούσαν. Αυτό, όμως, που ήταν ιδιαίτερα εκπληκτικό ήταν το έξης: Έβλεπα, όχι μόνο τον εαυτό μου, αλλά ταυτόχρονα και όλο το κατάστρωμα του πλοίου, μέχρι και τις μικρότερες λεπτομέρειες, σαν σε μια πανοραμική κάτοψη, κάτι που φυσικά, είναι αδύνατο στην πραγματικότητα. Σε μία και την αυτή στιγμή, έβλεπα τον εαυτό μου ανάμεσα στους επιβάτες, τους ναυτικούς που εργάζονταν στην άλλη άκρη του πλοίου και τον πλοίαρχο στην καμπίνα του· ακόμη και τον πίθηκο Νέλλυ, την συμπάθεια όλων μας, να τρώει μπανάνες, ανεβασμένος επάνω στον κεντρικό ιστό.

Την ίδια ώρα, όλοι οι σύντροφοί μου, και με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, ήταν εξαιρετικά αναστατωμένοι με όσα έβλεπαν και εξωτερίκευαν τα συναισθήματά τους με σιγανά επιφωνήματα και αναστατωμένους ψιθύρους.

Είχα τελείως ξεχάσει ότι ήμουν Ιερομόναχος και προφανώς δεν είχα καμία δουλειά να συμμετέχω σ’ ένα τέτοιο θέαμα. Η γοητεία ήταν τόσο δυνατή, που ο νους και η καρδιά είχαν σωπάσει. Η καρδιά μου, άρχισε να χτυπά δυνατά σε συναγερμό. Ξαφνικά, βρέθηκα έκτος εαυτού. Ένας φόβος κατέλαβε όλη μου την ύπαρξη.

Τα χείλη μου, άρχισαν να κινούνται και να λένε: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό!». Αμέσως, ένιωσα ανακούφιση. Ήταν σαν κάποιες μυστηριώδεις αλυσίδες να πέφτουν από πάνω μου. Η προσευχή, γινόταν όλο και πιο συγκεντρωμένη και μαζί μ’ αυτήν, ξαναγύριζε και η ειρήνη της ψυχής μου.

Συνέχιζα να κοιτάζω προς το δένδρο και ξαφνικά, σαν να την έδιωχνε κάποιος άνεμος, η εικόνα θόλωσε και διαλύθηκε. Δεν έβλεπα τίποτε πια, έκτος από το μεγάλο δένδρο μέσα στο φεγγαρόφωτο και τον φακίρη καθισμένο δίπλα στη φωτιά και σιωπηλό. Οι σύντροφοί μου, όμως, συνέχιζαν να εξωτερικεύουν αυτά που αισθάνονταν, καθώς ατένιζαν στην εικόνα, που γι’ αυτούς δεν είχε χαθεί.

Τότε, όμως, πρέπει κάτι να συνέβη και στον φακίρη. Έχασε την ισορροπία του και κύλησε στο πλάι. Ο νεαρός, έτρεξε αλαφιασμένος. Η πνευματιστική συγκέντρωση, διακόπηκε απότομα.

Βαθιά επηρεασμένοι από την εμπειρία τους οι θεατές, σηκώθηκαν συζητώντας ζωηρά τις εντυπώσεις τους και χωρίς καθόλου να καταλαβαίνουν για ποιο λόγο διακόπηκαν όλα τόσο ξαφνικά και αναπάντεχα. Ο νεαρός, το απέδωσε στην εξάντληση του φακίρη, ο οποίος τώρα καθόταν, όπως και πριν, με το κεφάλι χαμηλωμένο και μη δίνοντας την παραμικρή προσοχή στους παριστάμενους.

Η ομάδα μας, αφού μέσω του νεαρού αντάμειψε γενναιόδωρα τον φακίρη για την δυνατότητα συμμετοχής σ' ένα τόσο καταπληκτικό θέαμα, ανασυντάχθηκε γρήγορα για την επιστροφή.

Καθώς ξεκινούσαμε, άθελά μου, γύρισα πάλι να κοιτάξω, για να εντυπώσω στη μνήμη μου το όλο σκηνικό. Ξαφνικά, ανατρίχιασα από μια δυσάρεστη αίσθηση. Το βλέμμα μου, συνάντησε το βλέμμα του φακίρη, που με κοίταζε γεμάτος από μίσος. Αυτό κράτησε μόνο μια στιγμή και μετά εκείνος πήρε πάλι αμέσως τη συνηθισμένη του στάση. Όμως, εκείνη η ματιά, άνοιξε μια για πάντα τα μάτια της ψυχής μου και συνειδητοποίησα αμέσως, τίνος δύναμη ήταν αυτή που προκάλεσε εκείνο το…  “θαύμα”».

«Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό»


Πηγή: «Αγιορειτική Μαρτυρία», Τριμηνιαία έκδοσις της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους, τεύχος 5ο.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.